- μεταλλαγῆς
- μεταλλαγήchangefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… … Dictionary of Greek
ενδιάμεσος — Αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους, ο διάμεσος· ο κενός χώρος που παρεμβάλλεται, το διάμεσο. ε. άτομο (Φυσ.). Ένα άτομο που είναι τοποθετημένο σε μια ε. θέση του πλέγματος (δηλαδή ανάμεσα σε πλεγματικά σημεία) ενός κρυστάλλου. Το άτομο… … Dictionary of Greek
μετάλλαγμα — το·1. βιολ. το γονίδιο ή ο οργανισμός που εμφανίζει μια μετάλλαξη 2. το μουτόνιο, δηλαδή η μονάδα μεταλλαγής, το μικρότερο στοιχείο το οποίο μπορεί να δημιουργήσει έναν μεταλλαγμένο τύπο οργανισμού … Dictionary of Greek
μεταλλακτός — ή, ό (Α μεταλλακτός, ή, όν) [μεταλλάσσω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν) η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν τής ύλης») αρχ. 1. μεταβεβλημένος 2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον … Dictionary of Greek